Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Δημητρίου Σαχίνη, πλοιοκτήτη - έμπορου, προκρίτου της Ύδρας, εγγονός του Αντώνιου Κιοσσέ προκρίτου της Ύδρας, Διοικητή Αίγινας. Ασχολήθηκε με τις ναυτικές επιχειρήσεις της οικογενείας του και σπούδασε στην Ύδρα και στην Κέρκυρα όπου και έμαθε την ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1808 μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του Αντώνιο συνελήφθη από τον Αλή Πασά επειδή αρνήθηκαν να του πουλήσουν το πλοίο τους "Ιρις", στό οποίο και επέβαιναν με προορισμό το Λιβόρνο, σε πολύ χαμηλό τίμημα. Το πλοίο αυτό ήταν 600 τόννων από τα μεγαλύτερα της εποχής, ναυπηγημένο στη Γένοβα. Μόνο ο Γεώργιος κατάφερε να δραπετεύσει.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση βρισκόταν στη Σικελία. Αμέσως γύρισε και εντάχθηκε στον ναυτικό στόλο της Ύδρας, με το πλοίο του Μιλτιάδης με το οποίο πήρε μέρος σε πάνω από είκοσι ναυμαχίες υπό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη. Το 1823 έγινε διοικητής Σύρου και Μυκόνου. Με την έλευση του Καποδίστρια το 1828 έγινε κυβερνήτης της εθνικής κορβέτας Ύδρα με την οποία του ανατέθηκε ο αποκλεισμός του Μαλιακού Κόλπου. Αργότερα αντιπολιτεύτηκε τον Κυβερνήτη μετά τη δολοφονία του οποίου, το 1832 ανέλαβε πληρεξούσιος Ύδρας. Το 1836 ανέλαβε διοικητής της ναυτικής μοίρας του Αιγαίου. Στη συνέχεια, λόγω της γλωσσομάθειάς του, διετέλεσε υπασπιστής του Βασιλιά Όθωνα καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, εκτός απο ένα ενδιάμεσο διάστημα ενός έτους που ήταν διευθυντής του Ναυτικού Διευθυντηρίου Πόρου. Το 1844 προάχθηκε σε υποναύαρχο ενώ στην επανάσταση του 1862υπερασπίστηκε τα ανάκτορα.
Δημήτριος Σαχίνης (1827-1888) ήταν Έλληνας στρατιωτικός του 19ου αιώνα.
 |
ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ |
Η καταγωγή του ήταν από την σπουδαία οικογένεια της Ύδρας. Γεννήθηκε στην Ύδρα στις 29 Μαΐου 1827. Πατέρας του ήταν ο πλοιοκτήτης - έμπορος και μετέπειτα ναυμάχος του 1821 Γεώργιος Σαχίνης.
Μετά την αποκατάσταση της Ελλάδας πήγε στο Μόναχο και σπούδασε στην Στρατιωτική σχολή με υποτροφία του βασιλιά της Βαβαρίας Λουδοβίκου. Αποφοίτησε και κατατάχτηκε στην Γαλλική Ναυτική Υπηρεσία, αρχικά ως δόκιμος και μετά ως ανθυποπλοίαρχος. Επέστρεψε το 1843 στην Ελλάδα και παντρεύτηκε την θυγατέρα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Παναγιωτίτσα. Με τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου κατατάχθηκε στον Ελληνικό Ναυτικό, και ως πλωτάρχης το 1859 διορίστηκε κυβερνήτης του «Όθωνος»
Με την πτώση του Όθωνα κυνηγήθηκε από τους επαναστάτες και επανήλθε το 1866 ως υπουργός επι των Ναυτικών και αργότερα αυλάρχης του Βασιλιά Γεωργίου Α΄. Διετέλεσε πρόεδρος του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, πήρε προαγωγή τον Μάρτιο του 1872 σε βαθμό πλοιάρχου, και προσελήφθη το 1878 ως Στρατιωτικός Αρχηγός της Βασιλικής οικογένειας. Προβιβάστηκε το 1878 σε υποναύαρχο, και έγινε ταυτόχρονα Αυλάρχης. Ανέπτυξε στενή σχέση με τον Γεώργιο και την Όλγα, όπως και με τον πατέρα του Γεωργίου, Βασιλιά της Δανίας.
Τιμήθηκε με πολλά παράσημα, εκτός των άλλων με τον Ελληνικό Μεγαλόσταυρο.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 1887.
Πηγή:wikipedia